Δια βίου μάθηση/Συμπέρασμα
Οι μέχρι τώρα προτάσεις πιστοποίησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων των προγραμμάτων των ΚΕΕ αποτελούν τα εχέγγυα που συνηγορούν στην ενίσχυση της πρόσβασης στη δια βίου μάθηση και στη δημιουργία επαγγελματικών προσανατολισμών των εκπαιδευομένων. Μπορούν επίσης να αποτελέσουν τη βάση (σε συνδυασμό με άλλα κείμενα και υλικό που σχετίζονται με το Ευρωπαϊκό/Ελληνικό Πρόγραμμα) μιας ευρύτερης συζήτησης και διαλόγου, ο οποίος θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός Εθνικού Πλαισίου Προσόντων/Τίτλων. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα ενσωματώνει και θα αναγνωρίζει όχι μόνο τη γενική εκπαίδευση (ενηλίκων) και την κατάρτιση, αλλά και όλες τις μορφές εκπαίδευσης.
Η καθιέρωση και αναθεώρηση των εθνικών πλαισίων προσόντων αποτελεί στρατηγική επιλογή κρατών με παράδοση στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Οι επιστημονικές ομάδες εργασίας υπό την αιγίδα της ΓΓΕΕ και του ΙΔΕΚΕ εργάζονται με σκοπό την κριτική μεταφορά αυτών των πλαισίων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Η διεπιστημονική συνεργασία με φορείς και επιστήμονες του εξωτερικού όπως η Καθηγήτρια Μαίρη Καλαντζή, αποδεικνύουν την ανάγκη αξιοποίησης της τεχνογνωσίας και της διεθνούς πρακτικής σε ένα κόσμο που καταργεί τα σύνορα. Σε αυτή την πορεία κριτικού αναστοχασμού συμμέτοχοι πρέπει να είναι πάνω από όλα τα στελέχη που θα κληθούν να υπηρετήσουν στα ΚΕΕ. Οι μαθησιακές κοινότητες που δημιουργούνται γύρω από τα ΚΕΕ θα συμβάλλουν αποφασιστικά στην επιτυχία των εθνικών μας στόχων για την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών σε μια ποιοτική και σύγχρονη Δια Βίου Εκπαίδευση. Είναι επιτακτική ανάγκη πλέον να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο δημόσιας διαβούλευσης με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για να διαμορφωθεί από κοινού μια αναθεωρητική ατζέντα για τη Δια Βίου Εκπαίδευση στη χώρα μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Γίνεται κατανοητό ότι η εκπαίδευση χάνει τον παραδοσιακό της χαρακτήρα αφού οι φορείς εκπαίδευσης πολλαπλασιάζονται και διευρύνονται (ιδιωτικοί, επαγγελματικοί κτλ.), οπότε απαιτείται καλύτερος συντονισμός και έλεγχος ποιότητας. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη επανα-οριοθέτησης της οργάνωσης της παραδοσιακής τάξης και των μαθησιακών πηγών πληροφόρησης. Οι πηγές της μάθησης και τα μέρη όπου αυτή πραγματώνεται έχουν επεκταθεί σημαντικά. Μεγάλο μέρος της μάθησης πραγματώνεται έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας, για παράδειγμα—η απασχόληση με την νέα τεχνολογία, με τα παιχνίδια, με τα ταξίδια, κτλ.
(2). Οι εκπαιδευόμενοι σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα θα πρέπει να έχουν δεξιότητες που σχετίζονται με τον γραμματισμό-ανάγνωση, γραφή, ομιλία, και ακουστική κατανόηση, να έχουν δηλαδή βασικές δεξιότητες. Ωστόσο στις μέρες μας υπάρχει κάτι περισσότερο που αφορά τον γραμματισμό από ότι στο παρελθόν. Οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στον κόσμο σημαίνουν ότι ο γραμματισμός δεν είναι κάτι το στατικό και το συγκεκριμένο, αλλά κάτι το πολλαπλό που ορίζεται μέσα από δύο διαφορετικούς τρόπους: α) την ύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών γλωσσών (διάλεκτοι, επαγγελματικές ή τεχνικές γλώσσες), και β) την πολυμορφία των ψηφιακά διακινούμενων νοημάτων (μαγνητοφώνηση γλώσσας, εικόνας, ήχου – όλα χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα). Αυτή η μεταβολή στον γραμματισμό σήμερα λέγεται πολυγραμματισμός. Τα σύγχρονα Αναλυτικά Προγράμματα προϋποθέτουν ότι οι εκπαιδευόμενοι κατανοούν αυτές τις πολλαπλές μορφές κατασκευής και μετάδοσης νοημάτων, π.χ στα μαθηματικά, στις επιστήμες, στην ιστορία, στη λογοτεχνία, στην πληροφορική κτλ. (Kalantzis & Cope, 2005). Συνεπώς γίνεται λόγος για μια νέα γνώση, η οποία συνδυάζει ευρύτητα εμπειρικών γνώσεων, στάσεων και δεξιοτήτων, ενώ είναι πολύμορφη και μεταβάλεται, ανάλογα με τα κοινωνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα. Το ζητούμενο είναι να υπάρχει η δυνατότητα ευέλικτης μεταφοράς των γνώσεων, στάσεων και δεξιοτήτων σε διαφορετικά πλαίσια.
(3). Δια βίου και Διευρυμένη Εκπαίδευση είναι ένας όρος που πρωτοεμφανίστηκε το 1912 από τον Basil Yeaxlee (1929) για να προωθήσει την ιδέα της εκπαίδευσης των ατόμων που τη στερήθηκαν λόγω πολέμων και έτσι να επιτύχουν επαγγελματική ανέλιξη. Ωστόσο στις μέρες μας χρησιμοποιείται ο όρος Δια Βίου Μάθηση και όχι εκπαίδευση προκειμένου να συμπεριλάβει τη συνεχόμενη και διευρυνόμενη μάθηση που πραγματώνεται παντού στα πλαίσια μιας παγκόσμιας οικονομίας γνώσης και πληροφορίας.
(4). Υπάρχουν τρεις μορφές μάθησης των Ενηλίκων: α) η ανεπίσημη ή καθημερινή μάθηση κατά την οποία οι ενήλικες μαθαίνουν φυσιολογικά—μαθαίνουν ζώντας, από την προσωπική τους εξέλιξη και από τις εμπειρίες τους, β) η ημι-επίσημη μάθηση που εμπλέκει σε ένα βαθμό και οργανωμένους φορείς εκπαίδευσης και που αφορά στην αυτορρυθμιζόμενη/ανεξάρτητη μάθηση για επαγγελματικούς ή κοινωνικούς σκοπούς και γ) η επίσημη μάθηση που πραγματώνεται στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και αφορά στο σχεδιασμό των ανθρώπινων εμπειριών με σκοπό την επαγγελματική κατάρτιση. Ένα επιτυχημένο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα συνυπολογίζει και ενσωματώνει, αναγνωρίζει και πιστοποιεί την ανεπίσημη μάθηση ή την προηγούμενη γνώση μέσα από τις πρακτικές του.
(5). Ένα τέτοιο Εθνικό Σύστημα Προσόντων είναι ένα ευέλικτο μοντέλο εκπαίδευσης που δεν εξαρτάται από το χρόνο ή τον τόπο πραγμάτωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά μπορεί να υποστηρίξει καλύτερα την εκπαίδευση σε όλο το φάσμα των εκπαιδευτικών προσανατολισμών (πχ. ακαδημαϊκό και επαγγελματικό), ή να ενσωματώσει την ανεπίσημη στην επίσημη μάθηση, όπως για παράδειγμα τη μάθηση στο χώρο δουλειάς.
(6). Αυτές είναι: Επικοινωνία στη μητρική γλώσσα, επικοινωνία σε μια ξένη γλώσσα, αριθμητισμός και βασική ικανότητα στις επιστήμες και την τεχνολογία, ψηφιακή Ικανότητα, μεταγνωστική (Learning to learn), Διαπροσωπική και κοινωνική ικανότητα, Entrepreneurship, Πολιτιστική Έκφραση. (European Commission, “Key Competencies” November 2004).