Δια βίου μάθηση/Εισαγωγή

Από Βικιβιβλία
(Ανακατεύθυνση από 1. Εισαγωγή)

Οι κοινωνίες του 21ου αιώνα είναι σύγχρονες «κοινωνίες γνώσης» και διαρκούς μεταβολής. Το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο επηρεάζεται από α) την οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, καθώς και τον ραγδαίο κοινωνικο-πολιτικό μετασχηματισμό, β) τη δημογραφική κατάσταση και συνεχή μεταναστευτική ροή, γ) την ταχεία μεταβολή της αγοράς εργασίας ως προς τη φύση της και δ) την επανάσταση στον τομέα των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας. Κάθε μία από αυτές τις παραμέτρους επηρεάζει μια θεμελιώδη πρόκληση: την παροχή άρτιας εκπαίδευσης για όλους. Παράλληλα δημιουργείται η ανάγκη για συνεχή βελτίωση του μορφωτικού, επαγγελματικού και εκπαιδευτικού επιπέδου, την υψηλή εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού σε γνώσεις, στάσεις και δεξιότητες, αλλά και την ανανέωση των μεθόδων εργασίας με στόχο τη διασφάλιση της απασχολησιμότητας. Η δια βίου μάθηση έρχεται να καλύψει αυτή την ανάγκη αφού είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ενηλίκων και η οποία ενισχύει όχι μόνο την καλύτερη κοινωνική κινητικότητα και πρόσβαση στην εργασία αλλά πολύ περισσότερο επιτρέπει στον πολίτη να συμμετέχει ενεργά στα πολυσύνθετα δρώμενα της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.

Ο σύγχρονος πολίτης θα πρέπει να αντιλαμβάνεται και να αναλύει το νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που οριοθετείται μέσα από δραματικές αλλαγές. Ο ριζικός μετασχηματισμός και η αλλαγή στις τεχνολογικές, εμπορικές και πολιτισμικές συνθήκες της εργασίας βρίσκουν τον εργαζόμενο αντιμέτωπο με μια βιομηχανία κατασκευής και μετάδοσης πληροφοριών και συμβόλων που είναι περισσότερο «λογισμικές/άυλες» και αναβαθμίζονται συνεχώς. Έτσι οι ικανότητες που απαιτούνται από το σύγχρονο πολίτη/εργαζόμενο είναι πλέον ποικίλες, ευέλικτες και ευμετάβλητες (Κalantzis & Cope, 2003). Ενώ υπάρχει ανάγκη για ένα εργασιακό δυναμικό με υψηλές και σύνθετες δεξιότητες (2) (βασικές & νέες βασικές), αλλά και με ευαισθησίες, ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικά επαγγελματικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά περιβάλλοντα, καθώς και ικανότητα αντίληψης του διαρκούς κοινωνικού μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, οι σύγχρονοι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να είναι αυτόνομοι, ευέλικτοι με κριτικές, αναλυτικές, και αναπροσαρμοστικές δεξιότητες, να μαθαίνουν συνεργατικά, να παίρνουν πρωτοβουλίες και να ηγούνται, να έχουν επικοινωνιακές δεξιότητες, να είναι ανοιχτοί σε αλλαγές και προκλήσεις, να αξιοποιούν τις διαφορετικές εφυείες και εμπειρίες τους με διαφορετικούς τρόπους και να έχουν γενική παιδεία (Kalantzis & Cope, 2005 και Κόκκος & Λιοναράκης, 1998).

Σε αυτό το πλαίσιο, η Εκπαίδευση αποτελεί τον πρωταρχικό κοινωνικό παράγοντα επένδυσης στην οικοδόμηση ενός κοινωνικού κεφαλαίου γνώσης, καινοτομιών, αλλά και δεξιοτήτων που θα επιτρέπουν το σύγχρονο προσανατολισμό του πολίτη. Η μάθηση και η διδασκαλία θα πρέπει συνεπώς να συναντά τα νέα κοινωνικά δεδομένα και να εξασφαλίζει νέες βασικές δεξιότητες απαραίτητες για την κοινωνία της γνώσης του 21ου αιώνα (Kalantzis & Cope, 2005). Ωστόσο η Εκπαίδευση δεν είναι πια κάτι που συμβαίνει μόνο μέσα στο τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Είναι μια διευρυμένη διεργασία που λαμβάνει χώρα καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής των πολιτών. Για αυτό το λόγο η Δια Βίου και Διευρυμένη Μάθηση αποτελεί στρατηγική επένδυση για την εκπαίδευση και τη διαρκή κατάρτιση των εκπαιδευομένων, των πολιτών, και των εργαζομένων στις σύγχρονες κοινωνίες. Παράλληλα η πιστοποίηση δεξιοτήτων, η αναγνώριση προηγούμενης γνώσης και η σύνδεση των παρεχόμενων τίτλων σπουδών με το τυπικό σύστημα αποτελεί σημαντικό θέμα στην οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Το σύγχρονο μοντέλο εκπαιδευόμενου θα είναι απόρροια συγκεκριμένης στοχοθεσίας των εκπαιδευτικών συστημάτων και των φορέων εκπαίδευσης, τα οποία θα διευκολύνουν την αυτόνομη και συνεργατική μάθηση, την ενεργητική συμμετοχή, τον αυτοκαθορισμό των εκπαιδευόμενων, την απόκτηση ικανοτήτων που θα μεταφέρονται σε διαφορετικά εργασιακά και κοινωνικά περιβάλλοντα, την κοινωνική συνοχή, την δημοκρατική συνύπαρξη και τη διαμόρφωση νέων ισχυρών πολιτειακών συμμετοχικών ταυτοτήτων (Κόκκος, 1999, Kalantzis & Cope, 2005 και Arvanitis, 2006).

Το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει μια πρώτη καταγραφή της πορείας εδραίωσης συστημάτων δια βίου εκπαίδευσης στην Ελλάδα μέσα από τη λειτουργία των Κέντρων Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΚΕΕ). Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στη διαδικασία πιστοποίησης, αξιολόγησης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων που είναι υπό διαμόρφωση.