Linux για αρχάριους/Πώς μπορώ να δοκιμάσω το Linux;

Από Βικιβιβλία

Πώς μπορώ να δοκιμάσω το Linux;[επεξεργασία]

Αν έχουμε έναν υπολογιστή και θέλουμε απλά να δούμε αν το Linux μας κάνει ως Λειτουργικό Σύστημα, τότε πρακτικά υπάρχουν τέσσερις τρεις τρόποι με τους οποίους μπορούμε να το δοκιμάσουμε στον υπολογιστή μας:

  • χρησιμοποιώντας ένα Live CD ή ένα Live USB
  • χρησιμοποιώντας Virtualization (στα ελληνικά Εικονικοποίηση) πχ μέσω Virtualbox ή VMWare)
  • κάνοντας «Dual Boot», κάνοντας δηλαδή μία κανονική εγκατάσταση του Linux στον υπολογιστή μας παράλληλα με το υπάρχον λειτουργικό σύστημα.
  • χρησιμοποιώντας Wubi/mint4win (Εγκατάσταση μέσα από τα Windows) Deprecated!
Συμβουλή: Το Live CD/USB και το Virtualization είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι τρόποι για να δοκιμάσετε το Linux. Tο dual boot δεν ενδείκνυται για δοκιμές διότι αφορά κανονική εγκατάσταση του Linux στον υπολογιστή μας.

Πού μπορώ να βρω το Linux;[επεξεργασία]

Ανεξαρτήτως της μεθόδου που θα επιλέξουμε για την εγκατάσταση του Linux, είναι απαραίτητο πρώτα να το αποκτήσουμε. Ευτυχώς, το βήμα αυτό είναι πάρα πολύ απλό καθώς το μόνο που απαιτείται είναι να έχουμε ίντερνετ. Το μόνο που θέλει λοιπόν είναι αφού επιλέξουμε διανομή Linux, να κατεβάσουμε το ISO της.

Οι περισσότερες διανομές δίνουν τη δυνατότητα είτε να κατεβάσουμε το ISO απευθείας είτε μέσω torrent.

Καθώς τα αρχεία ISO είναι αρκετά μεγάλου μεγέθους, είναι πιθανό, καθώς κατεβαίνουν να γίνουν σφάλματα και να μην κατέβει σωστά το αρχείο. Αν συμβεί αυτό, τότε θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα στη συνέχεια. Για το λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντικό να ελέγχουμε το md5sum το οποίο παρέχεται στην ιστοσελίδα της διανομής.

Σημείωση: Αν κατεβάσουμε το ISO μέσω torrent, τότε δεν είναι απαραίτητος ο έλεγχος του md5sum, καθώς τον κάνει ο torrent client αυτόματα.

Live CD/USB[επεξεργασία]

Οι περισσότερες διανομές μας δίνουν την δυνατότητα να τις δοκιμάσουμε και να δούμε πως λειτουργούν χωρίς να χρειαστεί να πειράξουμε τίποτα απολύτως στον υπολογιστή μας. Αυτό γίνεται μεσω ενός «live» περιβάλλοντος το οποίο φορτώνεται από ένα cd-rom ή από usb. Το περιβάλλον αυτό είναι πλήρως λειτουργικό και τρέχει μόνο στη μνήμη RAM του υπολογιστή μας, δεν χρειάζεται δηλαδή να αποθηκεύσει τίποτα στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μας.

Πλεονεκτήματα[επεξεργασία]

Το βασικό πλεονέκτημα αυτού του περιβάλλοντος είναι ότι:

  • μπορούμε να κάνουμε ό,τι θα κάναμε αν είχαμε κανονικά εγκατεστημένο το λειτουργικό σύστημα, δίνοντας μας μια ολοκληρωμένη εμπειρία του τι να περιμένουμε από το Linux.
  • μπορούμε να ελέγξουμε αν το hardware μας είναι συμβατό με το Linux ή τι χρειάζεται να κάνουμε προκειμένου να γίνει συμβατό (πχ εγκατάσταση drivers).
  • δεν κάνουμε την παραμικρή αλλαγή στον υπολογιστή μας. Μόλις βγούμε από το live σύστημα, ο υπολογιστής μας θα είναι ακριβώς όπως ήταν και πριν.
Συμβουλή: Αν κάτι από το hardware ή από τα περιφερειακά μας (πχ web-camera) δεν παίζει ή δεν μπορούμε να το κάνουμε να παίξει στο Live σύστημα, τότε πιθανότατα δεν θα παίζει ούτε αν κάνουμε κανονική εγκατάσταση.

Παραδείγματος χάριν μέσω του Live περιβάλλοντος μπορούμε:

  • να εγκαταστήσουμε προγράμματα
  • να μπούμε στο internet
  • να δημιουργήσουμε ένα έγγραφό κειμένου
  • να δούμε μια ταινία

Για να γίνουν όλα αυτά θα πρέπει να υπάρχουν φυσικά προεγκαταστημένα τα αντίστοιχα προγράμματα ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, να τα εγκαταστήσουμε εμείς.

Συμβουλή: Μια άλλη πολύ συνηθισμένη χρήση του ενός Live CD/USB είναι για να σώσουμε τα αρχεία μας από μια χαλασμένη εγκατάσταση windows (ή όποιου άλλου Λειτουργικού Συστήματος).

Μειονεκτήματα[επεξεργασία]

Τα βασικά μειονεκτήματα του Live CD/USB είναι ότι:

  • Καθώς μόνο το βασικό σύστημα φορτώνει στη RAM, ενώ όλα τα υπόλοιπα προγράμματα και λειτουργίες διαβάζονται από το CD/USB, τα πάντα θα γίνονται με πιο αργούς ρυθμούς (η ταχύτητα ανάγνωσης από τον σκληρό δίσκο είναι πάντα μεγαλύτερη).
  • στο τέλος της συνεδρίας, όταν δηλαδή θα κλείσουμε τον υπολογιστή, όλες οι αλλαγές που κάναμε κατά τη διάρκειά της (live session) θα χαθούν. Αν δηλαδή κάνουμε επανεκκίνηση, θα χρειαστεί να ξαναεγκαταστήσουμε όλα τα προγράμματα που βάλαμε κτλ.
Συμβουλή: Στο Ubuntu και τα παράγωγά του, εφόσον χρησιμοποιούμε Live USB, υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης των αλλαγών που κάναμε στο Live Session μέσω του λεγόμενου persistency. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε στο wiki του Ubuntu.

Δημιουργία Live μέσου (CD vs USB)[επεξεργασία]

Αφού κατεβάσουμε το iso, έχουμε δύο επιλογές:

  1. Η πρώτη είναι να δημιουργήσουμε ένα Live CD γράφοντας το iso σε ένα κενό CD.
  2. Η δεύτερη επιλογή είναι να δημιουργήσουμε ένα Live USB γράφοντας το iso σε USB flash.

Το πλεονέκτημά του USB είναι ότι όλα φορτώνονται πιο γρήγορα από ότι στο cd ενώ είναι και πιο οικονομικό καθώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο USB για να δοκιμάσουμε πολλές διανομές. Επίσης αν θα χρησιμοποιήσουμε το Ubuntu ή μια διανομή-παράγωγό του μπορούμε αν ορίσουμε χώρο έως 4GB στο USB stick για αποθήκευση των αλλαγών που κάναμε. Η ιδιότητα αυτή ονομάζεται persistency και περισσότερες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στο wiki του Ubuntu. Το μειονέκτημά του είναι ότι τα προγράμματα που γράφουν το iso στο USB δεν υποστηρίζουν όλες τις διανομές. Πρέπει να βρούμε ποιο μας κάνει για την διανομή που διαλέξαμε (το καθένα από αυτά λειτουργεί καλύτερα με καποιες διανομές, ενώ με κάποιες άλλες μπορεί να μη λειτουργεί καθόλου).

Το πλεονέκτημά του CD είναι ότι θα δουλέψει χωρίς προβλήματα στο 99% των περιπτώσεων. Το μειονέκτημά του είναι ότι αν θέλουμε να δοκιμάσουμε πολλές διανομές, θα χρειαστούμε πολλά cd ή ένα επανεγγράψιμο cd.

Σημείωση: Το πρωτόκολλο μεταφοράς δεδομένων USB έχει διάφορες εκδόσεις (1.1, 2 ενώ πρόσφατα βγήκε και η 3). Οι πιο πρόσφατες εκδόσεις είναι πολύ πιο γρήγορες από τις παλαιότερες. Η ταχύτητα μεταφοράς των δεδομένων εξαρτάται τόσο από το φλασάκι μας όσο και από τη θύρα USB του υπολογιστή μας. Π.χ. αν το φλασάκι μας είναι έκδοση 2 ενώ η θύρα του υπολογιστή μας είναι 1.1, τότε η ταχύτητα μας θα είναι αυτής της έκδοσης 1.1.
Προειδοποίηση: Η έκδοση USB 1.1 μεταφέρει δεδομένα με ταχύτητες μικρότερες του cd-rom. Αν έχουμε λοιπόν έναν παλιό υπολογιστή με Θύρες 1.1, τότε ίσως αξίζει να γράψουμε CD.
Συμβουλή: Προτιμήστε το USB. Αν τυχόν συναντήσετε προβλήματα τότε μόνο δοκιμάστε να γράψετε ένα CD.

Τρόπος Χρήσης[επεξεργασία]

Αφού έχουμε δημιουργήσει το Live CD ανοίγουμε τον υπολογιστή μας και:

  1. Τοποθετούμε το CD/DVD στο drive του υπολογιστή.
  2. Κάνουμε επανεκκίνηση.
  3. Το βήμα αυτό μπορεί να μην χρειαστεί. Αν δεν ξεκινήσει το Live Session, μπαίνουμε στο BIOS και αλλάζουμε το boot sequence. Πιο συγκεκριμένα φροντίζουμε η πρώτη επιλογή να είναι το CD-ROM. Κάνουμε νέα επανεκκίνηση.
  4. Αν ξεκινήσει το Live Session Θα δούμε μία οθόνη με διάφορες επιλογές (όπως πχ αυτή - προφανώς η εικόνα που θα δούμε δεν είναι απαραίτητο να είναι ακριβώς ίδια με το παράδειγμα μας). Διαλέγουμε την επιλογή που θα μας βγάλει σε live session. Συνήθως αυτή η επιλογή θα είναι η πρώτη και θα λέει Try <ονομα διανομής>" ή Try without installing ή κάτι αντίστοιχο το οποίο θα μας δίνει να καταλάβουμε ότι θα μας βάλει στο live περιβάλλον.
  5. Περιμένουμε καθώς το λειτουργικό φορτώνεται στην RAM. Μόλις φορτώσει, θα βρεθούμε στην επιφάνεια εργασίας όπου και θα μπορούμε να κάνουμε ότι ακριβώς θα κάναμε αν είχαμε κάνει μία κανονική εγκατάσταση της διανομής. Συνήθως πάνω στην επιφάνεια εργασίας θα υπάρχει ένα εικονίδιο το οποίο θα μας επιτρέψει να κάνουμε κανονική εγκατάσταση της διανομής στον σκληρό μας δίσκο.

Η διαδικασία για το Live USB είναι ακριβώς η ίδια, με τη μόνη διαφορά ότι αντί να τοποθετήσουμε το CD στο drive βάζουμε το usb σε μία από τις θύρες του υπολογιστή μας, ενώ στο BIOS φροντίζουμε η πρώτη επιλογή να είναι το USB.

Αφαίρεση Live Συστήματος[επεξεργασία]

Για να αφαιρέσουμε το Live σύστημα, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι:

  1. Να επαναφέρουμε το boot sequence στην αρχική του κατάσταση.
  2. Να αφαιρέσουμε το CD/USB.

Αυτό ήταν! Ο υπολογιστής μας είναι όπως ακριβώς ήταν πριν δοκιμάσουμε το Linux!

Virtualization[επεξεργασία]

Τα προγράμματα Virtualization είναι προγράμματα τα οποία μας επιτρέπουν να δημιουργήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε ένα εικονικό (virtual) λειτουργικό σύστημα (Operating System ή OS) μέσα από το κανονικό μας λειτουργικό σύστημα. Το εικονικό σύστημα ονομάζεται Guest OS ενώ το κανονικό μας σύστημα ονομάζεται Host OS

Οι λόγοι που μπορεί να θέλει κάποιος να χρησιμοποιήσει ένα λειτουργικό σύστημα μέσω Virtualization είναι πολλοί. Π.χ. μπορεί:

  • να θέλει να τρέξει ένα πρόγραμμα που δεν είναι συμβατό με το βασικό του λειτουργικό σύστημά,
  • να θέλει να μάθει πράγματα σχετικά με δίκτυα υπολογιστών
  • ή, και αυτή είναι η περίπτωση που θα μας απασχολήσει εδώ, να θέλει να δοκιμάσει ένα διαφορετικό λειτουργικό σύστημα, χωρίς να χρειαστεί να πειράξει/αλλάξει κάτι στον υπολογιστή του.

Τρόπος λειτουργίας Virtualization[επεξεργασία]

Κάθε Virtual Λειτουργικό Σύστημα τρέχει μέσα σε ένα Virtual Machine. Ο τρόπος λειτουργίας του Virtual Machine είναι ο ακόλουθος:

  1. Όταν δημιουργείται ένα νέο Virtual Machine, δεσμεύεται ένα κομμάτι του σκληρού μας δίσκου προκειμένου να δημιουργηθεί εκεί ένας εικονικός σκληρός δίσκος (virtual hard drive). Για το κανονικό μας Λειτουργικό Σύστημα (Host OS) ο εικονικός δίσκος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ακόμα αρχείο. Όμως, το Εικονικό Λειτουργικό Σύστημα (Guest OS) θα βλέπει το αρχείο αυτό σαν να ένα κανονικό σκληρό δίσκο. Κατά τη δημιουργία του, θα μας ζητηθεί να επιλέξουμε το μέγεθος του· γύρω στα 10 GB είναι συνήθως αρκετά.
  2. Στη συνέχεια το Virtual Machine μας ζητάει να ορίσουμε ένα τμήμα του hardware του υπολογιστή μας το οποίο θα «δεσμευτεί» για χρήση από το Guest OS (πχ επιλέγουμε να δώσουμε στο Guest 2GB RAM, έναν επεξεργαστή, 512ΜΒ από την κάρτα γραφικών κτλ). Το τμήμα αυτό του hardware θα είναι δεσμευμένο μόνο όταν λειτουργεί το Guest OS.
  3. Αφού γίνουν αυτά ακολουθεί η εκκίνηση του Virtual Machine και γίνεται η εγκατάσταση του Guest OS. Όλα τα προγράμματα virtualization έχουν ένα εικονικό cd-rom οπότε το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να φορτώσουμε το ISO που κατεβάσαμε. Η διαδικασία της εγκατάστασης δεν θα έχει καμία διαφορά από μία κανονική εγκατάσταση του Linux.
  4. Μετά την εγκατάσταση του Guest OS, κάθε φορά που ξεκινάμε το Virtual Machine, θα γίνεται η δέσμευση του hardware που ορίσαμε στα προηγούμενα βήματα και θα γίνεται κανονικά η εκκίνηση του Guest OS.

Για την ακρίβεια, στον εικονικό δίσκο, μπορούμε να κάνουμε partitions, να εγκαταστήσουμε περισσότερα από ένα λειτουργικά συστήματα κτλ. To VirtualBox είναι όπως ένας κανονικός υπολογιστής! Για το λόγο αυτό αποτελεί και ένα εξαιρετικό εργαλείο εκμάθησης λειτουργικών συστημάτων.

Σημείωση: Η απόδοση του Guest OS είναι ευθέως ανάλογη του hardware που δεσμεύουμε για αυτό. Αν δεσμεύσουμε πολύ λίγο hardware, το Guest OS θα «σέρνεται». Κοιτάμε πάντα τα minimum requirements του Λειτουργικού Συστήματος που θέλουμε να εγκαταστήσουμε.
Συμβουλή: Αν δεσμεύσουμε πολύ μεγάλο μέρος τμήμα του hardware του υπολογιστή μας για το Guest OS, τότε πιθανά το hardware που απομένει να μην μπορεί να σηκώσει το κανονικό μας Λειτουργικό Σύστημα. Για αυτό όχι υπερβολές!

Πλεονεκτήματα Virtualization[επεξεργασία]

Τα πλεονεκτήματα της χρήσης ενός Virtual Machine για τη δοκιμή του Linux είναι ότι:

  • Δεν χρειάζεται να αλλάξουμε πρακτικά τίποτα στον υπολογιστή μας, εκτός από το να εγκαταστήσουμε ένα πρόγραμμα για Virtualization (πχ VirtualBox) και να δεσμεύσουμε τον απαιτούμενο χώρο στον σκληρό δίσκο. Δεν χρειάζονται ούτε format, ούτε αλλαγές στα partitions, ούτε τίποτα. Κατά συνέπεια αν αποφασίσουμε ότι δε θέλουμε το Virtual Machine απλά διαγράφουμε τον εικονικό σκληρό δίσκο και απεγκαθιστούμε το πρόγραμμα για Virtualization.
  • Θα έχουμε ένα κανονικό και πλήρες λειτουργικό σύστημα. Με εξαίρεση την ταχύτητα και την απόκριση του συστήματος, η εμπειρία μας θα είναι η ίδια με το να είχαμε εγκαταστήσει κανονικά το δοκιμαστικό λειτουργικό. Διευκρίνιση: Στην κανονική εγκατάσταση η απόκριση του συστήματος θα είναι καλύτερη.
  • Δε χρειάζεται να κάνουμε reboot για να αλλάξουμε λειτουργικό σύστημα!
  • Αν ο υπολογιστής μας είναι συνδεδεμένος στο ίντερνετ στο host λειτουργικό σύστημα, θα έχουμε απευθείας ίντερνετ και στο guest λειτουργικό.

Mειονεκτήματα Virtualization[επεξεργασία]

Τα μειονεκτήματα της χρήσης του Virtualization είναι ότι:

  • Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν το hardware και τα περιφερειακά του υπολογιστή μας θα υποστηρίζονται σε Linux. Το virtual λειτουργικό σύστημα τρέχει πάνω σε virtual hardware - όχι πάνω στο πραγματικό hardware του υπολογιστή μας! Για να ελέγξουμε τη συμβατότητα του hardware μας με το Linux θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε ένα Live CD/USB.
  • Αν κάποια στιγμή αποφασίσουμε να εγκαταστήσουμε κανονικά το Linux στον υπολογιστή μας, θα είναι σχετικά δύσκολο να μεταφέρουμε τα δεδομένα και τις ρυθμίσεις μας από το VirtualBox στη νέα εγκατάσταση (υπάρχουν βέβαια κάποια προγράμματα που βοηθάνε σε αυτό).
  • Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πάντα Virtualization. Αν ο υπολογιστής μας είναι αρκετά παλιός (πχ 10ετίας), τότε μάλλον δεν θα μπορεί να "σηκώσει" το Virtual Machine. Η ελάχιστη μνήμη που απαιτεί μία σύγχρονη διανομή για να παίξει σε Virtual Machine είναι 512MB RAM, αν και για να είναι ικανοποιητική η απόδοση χρειαζόμαστε τουλάχιστον 1GB RAM. Στην ποσότητα αυτή θα πρέπει φυσικά να προσθέσουμε και την μνήμη που απαιτεί το Host Λειτουργικό Σύστημα για τη λειτουργία του. Εν ολίγοις δηλαδή, σε συστήματα με λιγότερο από 2 GB RAB το Virtualization είναι πιθανό να έχει σημαντικά προβλήματα απόδοσης. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το να υποστηρίζει ο επεξεργαστής μας Hardware Virtualization (την απάντηση σε αυτό θα μας την δώσει μια αναζήτηση στο google με το όνομα του επεξεργαστή μας και το λήμα «hardware virtualization»).
  • Η απόδοση του Guest συστήματος θα είναι απο λίγο ως πολύ μειωμένη λόγω του virtualization. Το πόσο μειωμένη είναι κάτι που εξαρτάται από τις δυνατότητες του υπολογιστή μας, από το πόση RAM θα έχουμε παραχωρήσει και από το πόσο απαιτητική είναι η δουλειά που θέλουμε να κάνουμε. Σε γενικές γραμμές πάντως ένας σχετικά σύγχρονος υπολογιστής (πχ 3-5 ετών) δεν έχει πρόβλημα να σηκώσει ένα virtualbox.

Προτεινόμενες ρυθμίσεις hardware[επεξεργασία]

  • 10 GB σκληρός δίσκος. Για μία απλή δοκιμή του linux δεν πρόκειται να χρειαστούμε περισσότερο χώρο.
  • Αν υπάρχει η δυνατότητα, τον εικονικό δίσκο του Virtual Machine τον αποθηκεύουμε σε διαφορετικό σκληρό δίσκο από αυτόν του Host OS. Με τον τρόπο αυτό, βελτιώνεται αισθητά η απόδοση του Guest OS. Αν έχουμε SSD μπορούμε να βάλουμε το εικονικό δίσκο στον ίδιο φυσικό σκληρό δίσκο με το Host OS.
  • Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργήσουμε πολλά και διαφορετικά partitions μέσα στο VirtualBox, οπότε μπορούμε κατά την εγκατάσταση να επιλέξουμε την χρήση ολόκληρου του (εικονικού) σκληρού δίσκου.
  • 1 GB RAM είναι συνήθως αρκετό. Με 2 GB το Guest OS θα τρέχει άψογα.

Προγράμματα Virtualization[επεξεργασία]

Υπάρχουν αρκετά προγράμματα Virtualization. Τα δύο πιο γνωστά είναι:

Υπάρχουν και άλλα προγράμματα Virtualization όπως το Qemu το οποίο φημίζεται για την ταχύτητα του (αν και δεν είναι τόσο «γυαλισμένο» όσο τα άλλα). Για περισσότερες πληροφορίες για τα προγράμματα Virtualization μπορείτε να δείτε στη σελίδα της wikipedia.

Συμβουλή: Αν δεν ξέρετε ποιο πρόγραμμα virtualization να χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιήστε το Virtualbox.

Διαδικασία εγκατάστασης Linux σε Virtual Machine[επεξεργασία]

Αφαίρεση Virtual Machine[επεξεργασία]

Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να σβήσουμε το αρχείο που αποτελεί τον virtual σκληρό δίσκο του Host OS. Το virtual machine αφαιρέθηκε και το Host OS έχει παραμείνει όπως ακριβώς ήταν πριν την εγκατάσταση του Linux!

Dual boot[επεξεργασία]

Το Dual Boot ίσως είναι ο πιο δραστικός τρόπος δοκιμής, αλλά παράλληλα είναι και ο πιο αποτελεσματικός. Ουσιαστικά πρόκειται για την εγκατάσταση μιας διανομής Linux στον υπολογιστή μας, παράλληλα με το υπάρχον λειτουργικό σύστημα. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να θυσιάσουμε κάποιο χώρο από τον σκληρό μας δίσκο για να εγκαταστήσουμε την διανομή που μας αρέσει.

Ξεκινώντας θα πρέπει να πούμε πως το το συνηθέστερο είναι να εγκαθιστούμε την διανομή της αρεσκείας μας στον ίδιο δίσκο με τα Windows. Αυτό όμως ίσως δημιουργήσει κάποια προβλήματα.

Πρώτα από όλα, ο νούμερο ένας κανόνας είναι να έχουμε κάνει backup τα δεδομένα μας. Αν κάτι πάει στραβά το πολύ πολύ να έχουμε να εγκαταστήσουμε από την αρχή τα Windows. Δεν θα έχουμε όμως χάσει και τις εργασίες ή τις φωτογραφίες μας. Έτσι, λοιπόν, ΠΑΝΤΑ έχουμε backup πριν ξεκινήσουμε να πειράξουμε τον υπολογιστή μας. Αυτό μπορεί να γίνει σε ένα εξωτερικό σκληρό(καλό είναι να αποθηκεύουμε από την αρχή εκεί τα δεδομένα μας) ή να τα γράψουμε σε DVD.

Έχουμε λοιπόν βρει την διανομή που θέλουμε να εγκαταστήσουμε. Έχουμε κατεβάσει το iso και είμαστε έτοιμοι για εγκατάσταση. Εδώ πρέπει να έχουμε κατα νου τα εξής:

1) Αν έχουμε μόνο ένα σκληρό δίσκο στον υπολογιστή μας, πρέπει πρώτα να εγκαταστήσουμε τα Windows (αν δεν είναι ήδη εγκαταστημένα). Αυτό είναι απαραίτητο γιατί κάθε λειτουργικό χρησιμοποιεί έναν boot manager για να εκκινήσει. Ο Boot manager εγκαθίσταται στην αρχή του δίσκου στον Master Boot Record (MBR). Ο boot manager των Windows θα διαγράψει όποιον άλλο βρει στον MBR και δεν θα μπορείτε να μπείτε στην εγκατάσταση της διανομής σας. Αντιθέτως ο grub ή ο syslinux που χρησιμοποιούνται στο linux θα σας δώσουν αυτόματα (εξαρτάται από την διανομή) την επιλογή να ξεκινήσετε είτε σε linux είτε σε windows. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις στις οποίες τα windows διέγραψαν τον grub από τον MBR μετά από αναβάθμιση και πέρασαν τον ntldr (τον boot manager των windows). Καλό θα ήταν λοιπόν αν έχουμε έναν μόνο σκληρό στο σύστημά μας να ξέρουμε πως μπορούμε να επαναφέρουμε τον grub χρησιμοποιώντας ένα live cd/usb.

2) Μετά θα πρέπει να σκεφτούμε πώς να χωρίσουμε τον δίσκο σε partitions. Στο linux γενικά προτιμάται να έχουμε παραπάνω από ένα partition στο δίσκο μας. Στα windows συνήθως συμβαίνει μόνο για να μπορούμε να κρατάμε backup ή δεδομένα πιο ασφαλή. Πληροφορίες για τα partitions μπορούν να βρεθούν εδώ

Μειονεκτήματα:

  • Απαιτεί να έχουμε χώρο στο σκληρό μας δίσκο.
  • Απαιτεί να αφιερώσουμε μία ξεχωριστή κατάτμηση του σκληρού μας δίσκου.

Πλεονεκτήματα:

  • It's the real thing!

Wubi/mint4win (Εγκατάσταση μέσα από τα Windows) Deprecated![επεξεργασία]

Προειδοποίηση: Για κανένα λόγο ΜΗ χρησιμοποιείτε Wubi/mint4win κτλ.

Ορισμένες διανομές όπως το Ubuntu και το Mint σου δίνουν τη δυνατότητα να κάνεις μία εικονική εγκατάσταση του Linux μέσα στα windows σαν να ήταν ένα οποιοδήποτε πρόγραμμα. Θεωρητικά αυτό είναι πολύ καλό καθώς έχεις καλύτερη απόδοση από το Live CD/USB και έχεις τη δυνατότητα να αποθηκεύεις τις αλλαγές που κάνεις στο λειτουργικό σύστημα αλλα δυστυχώς δεν λειτουργεί τόσο καλά. Δε θα επεκταθούμε εδώ περισσότερο, αλλά στην πράξη έχει αποδειχτεί ότι δημιουργεί μακράν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει.

Προειδοποίηση: Από την έκδοση 13.04 και μετά, το ίδιο το ubuntu αποφάσισε να σταματήσει το WUBI λόγω των πολλών προβλημάτων που προκαλούσε. ΜΕΙΝΕΤΕ ΜΑΚΡΥΑ λοιπόν!
Συμβουλή: Υπάρχουν πολλοί καλύτεροι τρόποι για να δοκιμάσετε το Linux. Προτιμήστε τους :)