Η αλληλεπίδραση της οικονομικής κρίσης και του πληθωρισμού

Από Βικιβιβλία

Επιστροφή στην Κεντρική Σελίδα του Βιβλίου

Εισαγωγή[επεξεργασία]

Η κρίση που ταλανίζει την παγκόσμια οικονομία από το 2007 δεν έχει κοπάσει. Από χρηματοοικονομική κρίση του δυτικού κόσμου μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση της πλειονότητας των χωρών του πλανήτη και στη συνέχεια απέκτησε επικίνδυνες μορφές και διαστάσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όπως η σημερινή εσωτερική πολιτική και οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη και το δραματικό αδιέξοδο της ελληνικής οικονομίας.[1]

Όταν το 2007 ξεσπούσε η κρίση στην αγορά της Αμερικής μετά το λεγόμενο «σκάσιμο της φούσκας» στην αγορά κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος των αλυσιδωτών αντιδράσεων που θα προκαλούσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ο κύριος λόγος είναι η έλλειψη ρευστότητας για να καλυφθούν οι εγγυήσεις που είχαν δοθεί για την κάλυψη του υπερβολικού αριθμού στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης που είχαν εγκριθεί στην Αμερική.[2]

Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής οικονομική κρίση που μαστίζει τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές αγορές, ειδικά τον τελευταίο χρόνο, προέκυψε μετά το ξέσπασμα των προβλημάτων στην αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης και την μετέπειτα αλόγιστη χρήση δομημένων επενδυτικών προϊόντων που εξαρτιόνταν άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων από τα οποία παράγονταν. Η προσπάθεια απομάκρυνσης του πιστωτικού και επιτοκιακού κινδύνου από τις τράπεζες, η μετατροπή στάσιμων κεφαλαίων σε εμπορεύσιμους τίτλους και η μετακίνηση των σύνθετων επενδυτικών τίτλων στις καταστάσεις ειδικών οντοτήτων, προκάλεσαν ένα "ντόμινο" αλυσιδωτών αντιδράσεων στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό και κτηματομεσιτικό τομέα. [1].

Χαρακτηριστικά αυτής της γενικευμένης κατάστασης είναι ο κίνδυνος κατάρρευσης τραπεζών από φημολογία, πώληση άλλων σε ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα και άσκηση νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες με σκοπό τη διάσωση του χρηματοοικονομικού συστήματος και όχι για τη διασφάλιση των τιμών, όπως παραδοσιακά οφείλουν να πράττουν. Ζημιωμένες βγήκαν οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εκτέθηκαν στα "τοξικά", όπως χαρακτηρίσθηκαν, ομόλογα, και τώρα πλέον στρέφονται προς ένα νέο κρατικό παρεμβατισμό. [2].

Οι τράπεζες, βάσει της παραδοσιακής λειτουργίας τους ως διαμεσολαβητές μεταξύ των αποταμιευτών και των επενδυτών, εκτίθενται στον πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο των επιτοκίων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην ασυμμετρία της πληροφόρησης που επικρατεί στις αγορές χρήματος, καθώς στην κεφαλαιαγορά έχουν πρόσβαση κυρίως πλούσιες σε κεφάλαια εταιρίες. Η χρονική υστέρηση που παρατηρείται μεταξύ της εισροής χρημάτων από τις καταθέσεις και της εκροής χρημάτων κατά τις χορηγήσεις δανείων, οι οποίες χρηματοδοτούνται από τις καταθέσεις, είναι η αιτία αυτής της έκθεσης στον πιστωτικό και επιτοκιακό κίνδυνο.[3]

Η ελληνική κρίση ξεκίνησε από την οικονομική δυσπραγία, που εισήχθη στην Ελλάδα λόγω της διεθνούς ύφεσης και φανέρωσε την υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου και την πιθανή αδυναμία ελέγχου του διογκούμενου χρέους του. Μετατράπηκε σε κρίση της Ευρωζώνης, όταν οι αγορές συνειδητοποίησαν ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι η κορυφή του παγόβουνου σε μια νομισματική ένωση η οποία δεν στηρίζεται σε σταθερά δημοσιονομικά θεμέλια. [3].

Τι είναι οικονομική κρίση[επεξεργασία]

Σύμφωνα με τον καθηγητή κο Πανηγηράκη , οικονομική κρίση είναι: «μια κρίση εμπεριέχει μια απειλή σχετικά με τους πόρους και τους ανθρώπους, την απώλεια του ελέγχου και ορατές ή αόρατες συνέπειες στους ανθρώπους, τους πόρους και τους οργανισμούς».[4]

Σύμφωνα με τους Καραποστόλη & Σιώμκο η κατανάλωση ορίζεται ως «η οικονομική δραστηριότητα, που επηρεάζεται από τις ψυχολογικές και κοινωνικές διεργασίες του ατόμου το οποίο προβαίνει στην πραγματοποίηση αυτής της δραστηριότητας».[5]

Επίσης, με τον όρο οικονομική κρίση αναφερόμαστε παγκοσμίως σε μια ποικιλία καταστάσεων κατά τις οποίες οικονομικά ιδρύματα ή τα κέρδη τους ξαφνικά χάνουν μεγάλο μέρος της αξίας τους. Κατά το 19° και στις αρχές του 20° αιώνα, αρκετές οικονομικές κρίσεις είχαν συσχετισθεί με τραπεζικούς πανικούς, καθώς πολλές εταιρίες χρεοκόπησαν κατά την διάρκεια αυτών των πανικών. Άλλες καταστάσεις που συχνά αποκαλούνται οικονομική κρίση είναι η κρίση του χρηματιστηρίου και οι άλλες οικονομικές φούσκες καθώς και η αδυναμία αποπληρωμής κυβερνητικών χρεών. Πολλοί οικονομολόγοι έχουν διατυπώσει θεωρίες σχετικά με το πώς δημιουργούνται οι οικονομικές κρίσεις καθώς και πως μπορούν να αποφευχθούν. Παρόλα αυτά δεν έχει υπάρξει ομοφωνία.[6]

Γενικά μια κρίση μπορεί να αποτελείται από τέσσερα στάδια [7]

  1. Στάδιο διαμόρφωσης της κατάστασης,
  2. Στάδιο εκδήλωσης-κορύφωσης της κρίσης,
  3. Στάδιο των επιπτώσεων της κρίσης, και
  4. Στάδιο επίλυσης και ομαλοποίησης του οικονομικού συστήματος από την κρίση.

Αιτίες της οικονομικής κρίσης[επεξεργασία]

Τα αίτια της οικονομικής κρίσης είναι τα εξής:

  1. Μια βασική αιτία της τρέχουσας οικονομικής κρίσης ήταν οι απώλειες που σημειωθήκαν στην αγορά κατοικιών των Η.Π.Α.
  2. Η δεύτερη αιτία είναι μακροοικονομική και συγκεκριμένα ο ασυλλόγιστος δανεισμός που σημειώθηκε στις Η.Π.Α. και που οδήγησε σε απώλειες.
  3. Η τρίτη αιτία αφορά τις εκτεταμένες απώλειες από την υπερβολική χρήση γης και τον ασυλλόγιστο δανεισμό. Συγκεκριμένα, αυτός ο ασυλλόγιστος δανεισμός οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης για κατοικίες όπου παρήγαγε διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικές μητροπολιτικές και αστικές περιοχές που εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον μικροοικονομικό παράγοντα του ρυθμιστικού κανονισμού της χρήσης γης.
  4. Η τέταρτη αιτία είναι οι λεγόμενες τοξικές υποθήκες. Το συντριπτικό μερίδιο της υπερβατικής αύξησης των τιμών των κατοικιών των Η.Π.Α. και τα ανοίγματα, σε σχέση με την υποθήκη εισοδήματα, έχει συμβεί στις αγορές των περιοριστικών χρήσεων της γης.
  5. Η πέμπτη αιτία αναφέρεται στο γεγονός ότι οι παγκόσμιες απώλειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θα ήταν πολύ μικρότερες και η χρηματοπιστωτική κρίση λιγότερο σοβαρή, αν οι αγορές προμήθειας δεν είχαν περιοριστεί από υπερβολικές ρυθμίσεις των χρήσεων γης.
  6. Μια πιθανή και σημαντική αιτία, που δεν αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να είναι οι ανισορροπίες και το αδιέξοδο των χρηματοοικονομικών ροών κατά τα τελευταία έτη. Συγκεκριμένα, ορισμένες χώρες έχουν εμφανίσει μεγάλα πλεονάσματα, όπως η Κίνα, η Γερμανία και η Ιαπωνία, ενώ άλλες χώρες παρουσιάζουν μεγάλα ελλείμματα, όπως οι Η.Π.Α. και το Ηνωμένο Βασίλειο.
  7. Επιπλέον, τα εξωτερικά ελλείμματα των Η.Π.Α. αντικατοπτρίζονται από τα εσωτερικά ελλείμματα στα νοικοκυριά και την κυβέρνηση.
  8. Το μακροοικονομικό περιβάλλον. Πριν ξεσπάσουν οι περισσότερες χρηματοπιστωτικές κρίσεις στο παρελθόν, προηγούνταν περίοδοι ταχείας πιστωτικής επέκτασης, χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, ευρεία παροχή ρευστότητας και ταχέως αυξανόμενων τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Η αισιοδοξία για να παρέχονται τα προηγούμενα βασιζόταν στην πίστη ότι δεν υπήρχε η πιθανότητα να διαταραχθεί η μακροοικονομική ισορροπία. Η τελευταία περίοδος στην οποία αναφερόμαστε, στην οποία οικονομολόγοι αναφέρονται και ως «Περίοδος του Μεγάλου Μετριασμού», χαρακτηρίστηκε από χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό και βιώσιμη ανάπτυξη με αποτέλεσμα να υπάρχει η πεποίθηση ότι επιτυγχάνεται υψηλή απόδοση του κεφαλαίου με ανάληψη χαμηλού κινδύνου. Εν μέρει, οι πεποιθήσεις αυτές βασίστηκαν σε γνήσιες μεταρρυθμίσεις του οικονομικού περιβάλλοντος οι οποίες περιλάμβαναν περισσότερες ευκαιρίες για διεθνή κατανομή των κινδύνων, περισσότερη σταθερότητα στην άσκηση της γενικότερης οικονομικής πολιτικής και στην αύξηση του μεριδίου του τομέα των υπηρεσιών στην οικονομική δραστηριότητα.
  9. Το επιχειρηματικό περιβάλλον. Και άλλα αίτια συνηγόρησαν στην πρόκληση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η τιτλοποίηση των δανείων και η επαναπώλησή τους σήμαινε ότι οι αρχικοί λήπτες των δανείων δεν αξιολογούνταν σε σωστή βάση από τους τελικούς αγοραστές των τιτλοποιημένων προϊόντων. Έτσι, τα σύνθετα χρηματοοικονομικά προϊόντα ήταν δύσκολο να αξιολογηθούν σωστά και πολλές φορές τους αποδιδόταν υψηλή βαθμολογία (ΑΑΑ). Το αποτέλεσμα ήταν η συστηματική υποεκτίμηση του κινδύνου τον οποίον έφεραν τα συγκεκριμένα προϊόντα. Επιβαρυντικός παράγων ήταν και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης αμείβονταν από τις επιχειρήσεις τις οποίες αξιολογούσαν. [8]

Παράγοντες οικονομικής κρίσης[επεξεργασία]

Στους χρηματοοικονομικούς παράγοντες που προξένησαν την κρίση, καταλυτικό ρόλο έπαιξαν, οι ακόλουθοι:

  1. Η ραγδαία αύξηση των δανείων μειωμένης εξασφάλισης χωρίς να επιδεικνύεται η ανάλογη τραπεζική εγκράτεια και ο έλεγχος για τον πιστωτικό κίνδυνο, που συνέβαλαν στην αύξηση των τιμών των κατοικιών. Την αγορά αυτή περιγράφει ο Calomiris [8] σε άρθρο του σ’ αυτό τον τόμο. Ο Rajan [9] στο πρόσφατο βιβλίο του, θεωρεί ότι η άκρατη αύξηση του τραπεζικού δανεισμού ενθαρρύνθηκε από τους πολιτικούς στις ΗΠΑ, ως αντίδοτο στη διευρυνόμενη ανισοκατανομή του εισοδήματος και στην οικονομική στασιμότητα και αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης.
  2. Οι νέες μορφές τιτλοποιήσεων, με πολύπλοκους δομημένους τίτλους που είχαν διαφορετικές ονομασίες και εκφάνσεις, όπως τα Collateralized Debt Obligations (CDO). Τους τίτλους αυτούς λίγοι καταλάβαιναν σε βάθος και μπορούσαν να τους τιμολογήσουν σωστά, ενώ οι αξιολογικοί οίκοι τούς παρείχαν υψηλές βαθμολογήσεις. Ιδιαίτερα οι επενδυτικές τράπεζες, αυτές που δημιουργούσαν τις τιτλοποιήσεις ή αυτές που υπήρξαν σημαντικές μεσάζουσες στην πρωτογενή αγορά τους, ήταν εκείνες που κυρίως διακρατούσαν το «equity tranche» των τιτλοποιήσεων, δηλαδή το κομμάτι με το μεγαλύτερο ρίσκο απωλειών αλλά και την υψηλότερη αναμενόμενη απόδοση.
  3. Η ενδογενής γένεση ρίσκων από το συνδυασμό των επιμέρους αρνητικών παραγόντων. Η πολλαπλασιαστική εκρηκτική δυναμική που δημιουργείται σε εποχές κρίσης δημιουργεί τα δικά της επιπλέον ρίσκα. Πιστεύω ότι θα επηρεάσει και το μέλλον της εποπτείας του χρηματοοικονομικού χώρου. Άλλωστε, ο συστημικός κίνδυνος που εμφανίστηκε στην κρίση ανέδειξε ότι η προηγούμενη επιμονή των εποπτικών αρχών στον περιορισμό του κινδύνου ανά τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή ανά χρηματοοικονομικό προϊόν είναι ανεπαρκής.
  4. Η νέα κερδοσκοπική κουλτούρα στον τραπεζικό τομέα με βάση τη γένεση προσόδων. Οι αμοιβές των στελεχών σε όλες τις βαθμίδες συνδέονταν με τα βραχυχρόνια έσοδα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αναλαμβανόμενος κίνδυνος, ούτε οι μακροχρόνιες επιδόσεις. Αυτή η πρακτική ήταν στενά συνδεδεμένη με την επικράτηση της αντίληψης περί αποτελεσματικότητας της αγοράς και ορθολογικών προσδοκιών [10].
  5. Οι αξιολογικοί οίκοι, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για ανεπάρκεια και για μεροληψία που πιθανόν να πήγαζε από το γεγονός ότι οι εκδότες των τίτλων ήταν αυτοί που πλήρωναν για την αξιολόγηση. Οι οίκοι αυτοί άργησαν να καταλάβουν ή να ενστερνιστούν το μέγεθος του προβλήματος, προφανώς επηρεαζόμενοι από την κερδοφορία που έφερναν οι αξιολογήσεις των τιτλοποιήσεων. Μετά την κρίση, οι εποπτικές αρχές επανεξετάζουν το καθεστώς λειτουργίας τους. Δεν συμφωνεί με την κριτική που γίνεται στους αξιολογικούς οίκους ο Calomiris[8], αλλά πολλοί ειδικοί του χώρου, που γνωρίζουν τις πρακτικές των οίκων αξιολόγησης, τους ενοχοποιούν [11].
  6. Η υψηλή μόχλευση, που σημαίνει λιγοστά ίδια κεφάλαια και υψηλός δανεισμός σε σχέση με το ενεργητικό ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος [12]. Μάλιστα, ο δανεισμός που χρηματοδοτούσε τις επενδύσεις την εποχή εκείνη ήταν κυρίως βραχυχρόνιος. Έτσι, όταν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων στα οποία είχαν επενδύσει οι επενδυτικές τράπεζες άρχισαν να πέφτουν και οι αγορές αντιλήφθηκαν την κεφαλαιακή απώλεια των δανεισμένων επενδυτικών τραπεζών, τότε δυσκόλεψαν ή και αρνήθηκαν την ανανέωση της βραχυχρόνιας χρηματοδότησης, αναγκάζοντας έτσι τις επενδυτικές τράπεζες να προβαίνουν σε περαιτέρω πωλήσεις άλλων υγιών περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες με τη σειρά τους πίεζαν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ακόμη περισσότερο προς τα κάτω. Η απομόχλευση, δηλαδή η άρνηση στην ουσία νέου δανεισμού στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που επένδυαν για ίδιο λογαριασμό με δανεικά κεφάλαια, έπαιξε τον κυριότερο ρόλο στην επέκταση της κρίσης πέραν του στενού χώρου των δανείων subprime σε όλες τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Η απομόχλευση οδήγησε στη συνέχεια και στο πέρασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης στην πραγματική οικονομία.

Δημοσιονομικό χρέος και η ανησυχία των αγορών[επεξεργασία]

Οι άμεσες αρνητικές συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης αποτελούν παρελθόν. Η κρίση άφησε πίσω της βάρη για μια πιο μακροχρόνια στασιμότητα στη Δύση. Το κύριο βάρος είναι το υψηλό δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες χώρες. Από τα μέσα Οκτωβρίου του 2009, κάθε μέρα χωρίς εξαίρεση θεωρείται ως η πλέον επικίνδυνη χώρα. Αντίθετα, η Γερμανία είναι σταθερά η λιγότερο επικίνδυνη. Έως και τον Απρίλιο του 2010, η εικόνα των υπόλοιπων χωρών δεν επιδεινώνεται σημαντικά, παρά για λίγο στις αρχές Φεβρουαρίου, όταν μεταφέρθηκαν στο προσκήνιο ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε πολλές χώρες. Η μεγάλη επιδείνωση ξεκινάει από τα τέλη Απριλίου, όταν αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση ότι η Ελλάδα βαίνει προς χρεοκοπία και ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα προκαλούσε αναταράξεις και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης, πιθανόν μέσω της έκθεσης των τραπεζών τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα.[13].

Τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης[επεξεργασία]

Στην Ελλάδα, τα οικονομικά ιδρύματα που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση αφορούσαν εκμετάλλευση ακινήτων (real estate), χωρίς να απουσιάζουν προβλήματα σε τραπεζικές ή ασφαλιστικές υπηρεσίες. Τα πραγματικά προβλήματα της κρίσης διαφάνηκαν στην ελληνική οικονομία, με το συντηρητισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος να πλήττει δανειολήπτες, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών και λοιπές πτυχές της αγοράς, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία.

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης διαφοροποιούνται όχι μόνο μεταξύ των χωρών, όπου οι χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά και στο εσωτερικό των χωρών, έτσι ώστε οι χειρώνακτες εργάτες και τα άτομα με χαμηλή εκπαίδευση να υφίστανται τις πλέον δυσμενείς επιπτώσεις σε σχέση με τα άτομα υψηλής εκπαίδευσης της μεσαίας και ανώτερης τάξης. [8]

Το έλλειμμα και το χρέος των ελληνικών δημοσιονομικών αυξάνεται και προβλέπεται να φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα. Το ΑΕΠ παρουσίασε μείωση κατά το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς και αναμένεται να συνεχίσει αυτήν την πορεία, ενώ έντονο προβληματισμό προκαλούν τα άδεια ταμεία του κράτους. Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες της κρίσης της οικονομίας είναι η αύξηση της ανεργίας, η οποία έχει φτάσει σε διψήφιο αριθμό ενώ ανάμεσα στους νέου το ποσοστό των ανέργων ανέρχεται στο 25%. Στοιχεία των τελευταίων μηνών δείχνουν την ύπαρξη μιας διαρθρωτικής αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας εντείνοντας την ανησυχία για το φαινόμενο. Το μερίδιο της ευθύνης που φέρει για αυτήν την κατάσταση η παγκόσμια οικονομική κρίση και το αντίστοιχο της ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, ωστόσο έντονος λόγος γίνεται για την πορεία που ακολούθησαν τα πακέτα στήριξης του κράτους προς τις τράπεζες, τα οποία θεωρήθηκαν περιορισμένα σε αριθμό και σε μέγεθος. Έχει αναφερθεί ότι οι κρατικοί λειτουργοί δε φρόντισαν ώστε αυτά να διοχετευτούν από τις τράπεζες στις επιχειρήσεις και από εκεί στην κοινωνία. [14]

Πληθωρισμός[επεξεργασία]

Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα τελευταία χρόνια οι περισσότερες από τις ανεπτυγμένες οικονομίες, και το οποίο ορισμένες αντιμετωπίζουν ακόμη, είναι το πρόβλημα του πληθωρισμού. Ως πληθωρισμός ορίζεται η τάση για συνεχή άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών. Συνεπώς, πληθωρισμός δε σημαίνει ένα υψηλό επίπεδο τιμών, αλλά ένα συνεχώς ανερχόμενο επίπεδο τιμών. Η ποσοστιαία μεταβολή του επιπέδου των τιμών μέσα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο ονομάζεται ρυθμός πληθωρισμού. Έτσι, όταν λέμε ότι ο ρυθμός πληθωρισμού είναι 5%, εννοούμε ότι το επίπεδο των τιμών του τρέχοντος έτους είναι 5% υψηλότερο από αυτό του προηγούμενου έτους. [15]

Οι συνέπειες του πληθωρισμού[επεξεργασία]

Ο πληθωρισμός είναι ένα φαινόμενο που διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος και ασκεί σημαντικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ο πληθωρισμός πλήττει και ευνοεί:

α) Σταθερά χρηματικά εισοδήματα.

Είναι φανερό ότι ο πληθωρισμός πλήττει όλα τα άτομα που το χρηματικό τους εισόδημα είναι σταθερό ή αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο από το ρυθμό του πληθωρισμού, γιατί σε αυτήν την περίπτωση μειώνεται το πραγματικό τους εισόδημα και, κατά συνέπεια, το βιοτικό τους επίπεδο. Τα άτομα αυτά είναι οι συνταξιούχοι, οι μισθωτοί και γενικά οι υπάλληλοι, που ο μισθός τους δεν αναπροσαρμόζεται συχνά.

Αντίθετα, ο πληθωρισμός ευνοεί, ή τουλάχιστον δεν πλήττει, τα άτομα που το εισόδημά τους προέρχεται από κέρδη, γιατί τα κέρδη συνήθως αυξάνονται μαζί με τον πληθωρισμό

β)Αποταμιευτές

Ο πληθωρισμός μειώνει την αξία των αποταμιεύσεων. Τα άτομα που πλήττονται περισσότερο είναι οι μικροί αποταμιευτές που δεν έχουν τη δυνατότητα έγκαιρης και ασφαλούς επένδυσης των χρημάτων τους. Είναι φανερό ότι ο πληθωρισμός αποτελεί αντικίνητρο για αποταμίευση. Έτσι, σε περιόδους έντονου πληθωρισμού αυξάνεται η κατανάλωση και μειώνεται η αποταμίευση Δανειστές και χρεώστες Ο πληθωρισμός τείνει να ευνοεί αυτούς που δανείζονται και να ζημιώνει αυτούς που δανείζουν. [16]


Τα αίτια του πληθωρισμού[επεξεργασία]

Οι οικονομολόγοι διακρίνουν διάφορα είδη πληθωρισμού που αντιστοιχούν σε διαφορετικές απόψεις για τα αίτια που τον προκαλούν. Tα βασικά σημεία των δύο πιο σημαντικών απόψεων που αναφέρονται στον πληθωρισμό ζήτησης και στον πληθωρισμό κόστους [16]:

α) Πληθωρισμός ζήτησης

Κατά την άποψη αυτή ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα υπερβάλλουσας ζήτησης. Kαθώς η οικονομία πλησιάζει το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, αρχίζουν να δημιουργούνται στενότητες στην αγορά, με συνέπεια την αύξηση της τιμής τους. Η αύξηση της τιμής των παραγωγικών συντελεστών προκαλεί αύξηση του κόστους παραγωγής και, επομένως, αύξηση της τιμής των προϊόντων. Όταν η οικονομία φτάσει στο επίπεδο της πλήρους απασχόλησης, παραπέρα αύξηση της συνολικής ζήτησης είναι εξ ορισμού πληθωριστική, εφόσον δεν αυξάνεται η παραγωγή.

β) Πληθωρισμός Κόστους

Η άποψη ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα υπερβάλλουσας ζήτησης δεν εξηγεί γιατί υπάρχει πληθωρισμός και σε περιόδους χαμηλής σχετικά ζήτησης, δηλαδή σε περιόδους ανεργίας και μείωσης του εισοδήματος. Ο πληθωρισμός κόστους τονίζει το ρόλο των εργατικών σωματείων και τη δύναμη των ολιγοπωλίων. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εργατικά σωματεία ή, ορισμένα απ' αυτά έχουν αρκετή δύναμη, ώστε να μπορούν να πετυχαίνουν αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων, ακόμα και όταν υπάρχει ανεργία.

γ)Στασηπληθωρισμος

Σε παλαιότερες περιόδους ο πληθωρισμός και η ανεργία ήταν φαινόμενα που δεν μπορούσαν να παρατηρηθούν ταυτόχρονα. Σε περιόδους άνθησης παρατηρούσαμε αύξηση των τιμών, αλλά ταυτόχρονα οικονομική ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας.

Παρουσιάζονται διάφοροι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό. Οι τρεις κατηγορίες μοντέλων που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή των προβλέψεων είναι:

  • πτυχές εκτός της πραγματικής οικονομίας, όπως υποκατηγορίες του δείκτη τιμών καταναλωτή, δείκτες τιμών καταναλωτή εξωτερικού, διεθνείς τιμές αγαθών (πετρέλαιο, σιτάρι, μέταλλα κλπ), επιτόκια και spreads,
  • πραγματική οικονομία εξαιρουμένων άλλων πτυχών,
  • αλληλεπίδραση της πραγματικής οικονομίας με άλλες πτυχές, [17].
  • ο πληθωρισμός δημιουργείται όταν η ζήτηση σε σχέση με την προσφορά των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγαλύτερη. Έτσι τον πληθωρισμό μπορεί να τον προκαλέσει, η υπερβολική αγοραστική δύναμη η οποία διατίθεται για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, χωρίς αυτά από οποιοδήποτε λόγο να προσφέρονται, είτε διότι δεν υπάρχουν αρκετά, είτε διότι οι ιδιοκτήτες των δεν θέλουν να τα πουλήσουν ή προκειμένου περί υπηρεσιών να τις προσφέρουν, είτε διότι εξάγονται στο εξωτερικό, είτε διότι απαγορεύεται η πώληση ορισμένων αγαθών και η προσφορά ορισμένων υπηρεσιών,
  • σαν αίτιο του πληθωρισμού εκτός των πάρα πάνω αναφερθέντων λόγων, πρέπει να προστεθεί και η πρόβλεψη της ύψωσης των τιμών, διότι οι πωλητές αναβάλλουν τις πωλήσεις των ή τις περιορίζουν στο επίπεδο εκείνο, το οποίο τους επιτρέπει να καλύπτουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους,
  • μπορούμε σαν βασική αιτία του πληθωρισμού να θεωρήσουμε και το γεγονός ότι μία οικονομία δεν μπορεί να προσαρμόσει την παραγωγή στο ρυθμό της ζήτησης που καθορίζεται από τις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμού, και
  • άλλες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν τον πληθωρισμό είναι τα μεγάλα δημόσια έξοδα που ξεπερνούν τα έσοδα με τεράστιες δαπάνες, όπως π.χ οι στρατιωτικές δαπάνες που δημιουργούν πρόσθετο «κυκλοφορούν» χρήμα, χωρίς αντίστοιχα εμπορεύματα για κατανάλωση ή υπηρεσίες για τον πληθυσμό. [17].

Όπως στην περίπτωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ έτσι και για τον πληθωρισμό, οι προβλέψεις, ειδικότερα για τα δύο τελευταία τρίμηνα του χρόνου, προσδιορίζονται από την αλληλεπίδραση της πραγματικής οικονομίας με άλλες πτυχές, ενώ ξεχωριστά οι δύο παράγοντες συμβάλλουν ελάχιστα. Για το δεύτερο τρίμηνο του 2012 το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση του πληθωρισμού έχουν οι τιμές και συγκεκριμένα οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου. Αυτό λόγω των αυξητικών τάσεων που ξεκίνησαν τους τελευταίους μήνες του 2011. Το επιχειρηματικό κλίμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα, οι χρηματιστηριακοί δείκτες, καθώς και τα επιτόκια, σε συνδυασμό με την πραγματική οικονομία, συντελούν, επίσης, σημαντικά στην εκτίμηση του πληθωρισμού. Οι αυξητικές τάσεις των εγχώριων δανειακών επιτοκίων μετά το δεύτερο μισό του 2011 και η αύξηση των spreads των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, λόγω της κρίσης χρέους, φαίνεται να ωθούν προς τα πάνω τον πληθωρισμό στην Κύπρο. [17]. Σε αλληλεπίδραση με την πραγματική οικονομία, τα επιτόκια και οι χρηματιστηριακοί δείκτες έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στον προσδιορισμό των προβλέψεων για τον πληθωρισμό κατά το δεύτερο μισό του 2012. Τόσο τα επιτόκια όσο και οι χρηματιστηριακοί δείκτες τείνουν να δίνουν ενδείξεις αυξητικών τάσεων στον πληθωρισμό. Το αυξημένο εγχώριο κόστος δανεισμού ενδεχομένως να επηρεάζει το κόστος παραγωγής και να αντικατοπτρίζεται σε ψηλότερες τιμές, ενώ η πορεία των χρηματιστηριακών δεικτών ενσωματώνει τα αυξημένα spreads και τις δύσκολες συνθήκες δανεισμού, όπως επίσης και κάποιες ανοδικές τάσεις στις τιμές του πετρελαίου. [17].

Νομισματική Πολιτική για την Αντιμετώπιση του Πληθωρισμού[επεξεργασία]

Για την καταπολέμηση του πληθωρισμού το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει εκτός από τα μέτρα Δημοσιονομικής πολιτικής και μέτρα Νομισματικής πολιτικής τα οποία βρίσκουν εφαρμογή στην καταπολέμηση των πληθωρισμών ζητήσεως και κόστους. Τα μέτρα Νομισματικής Πολιτικής μπορούν να εφαρμοσθούν είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με μέτρα Δημοσιονομικής Πολιτικής.

Τα κυριότερα μέτρα Νομισματικής Πολιτικής των οποίων η εφαρμογή χρησιμοποιείται για την ανάσχεση του πληθωρισμού είναι:

  • Η αύξηση του προεξοφλητικού τόκου και των επιτοκίων καταθέσεων. Η αύξηση του τόκου με τον οποίο η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας δανείζει χρήματα στις εμπορικές τράπεζες, αναγκάζει τις τελευταίες να προσφέρουν δάνεια με μεγαλύτερα επιτόκια με αποτέλεσμα η ζήτηση δανειακών κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες να ελαττώνεται.
  • Η αύξηση του ποσοστού υποχρεωτικών διαθεσίμων των εμπορικών τραπεζών. Με την αύξηση αυτή περιορίζεται η δανειοδοτική ικανότητα των εμπορικών τραπεζών και κατ’ επέκταση η κυκλοφορία δανειακών κεφαλαίων στην οικονομία.
  • Η πώληση χρεογράφων από την Κεντρική Τράπεζα. Η πολιτική πώλησης χρεογράφων, η οποία ονομάζεται και πολιτική της ανοικτής αγοράς εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας, είναι δυνατό να λάβει δεσπόζουσα μορφή όταν το κράτος προβαίνει στην πώληση σε μεγάλη έκταση σημαντικά ελκυστικών χρεωγράφων στο χρηματιστήριο και στις άλλες αγορές χρήματος και απορροφά με τον τρόπο αυτό χρήμα.
  • Η πολιτική πιστωτικών ελέγχων και περιορισμών. Οι νομισματικές αρχές μπορεί να φθάσουν στο σημείο, να καθορίσουν με διοικητικές πράξεις ή με νόμο το ύψος του επιτοκίου στην πιστωτική αγορά και τα όρια των χορηγήσεων των εμπορικών τραπεζών προκειμένου να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό. [16] [17].


Ποιος υποφέρει από τον πληθωρισμό;[επεξεργασία]

  • Οι καταναλωτές: Είναι δυσκολότερο να συγκρίνουν τιμές και να λαμβάνουν αποφάσεις όταν οι τιμές αλλάζουν.
  • Οι παραγωγοί: Δεν είναι εύκολο να προγραμματίζουν επενδύσεις και να υπολογίζουν το κέρδος από συγκεκριμένες κινήσεις τους όταν οι τιμές αλλάζουν απροσδόκητα.
  • Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί: Οι αποταμιεύσεις χάνουν την αξία τους όταν υπάρχει πληθωρισμός, γιατί ο πληθωρισμός μειώνει την αξία του χρήματος.

[18]


Κόστος ζωής[επεξεργασία]

Η αλλαγή στην ευημερία των νοικοκυριών δεν εξαρτάται μόνο από τις αλλαγές στο επίπεδο των εισοδημάτων τους αλλά και από τον πληθωρισμό, δηλαδή τις αλλαγές στο γενικό επίπεδο τιμών. Ωστόσο, ο πληθωρισμός δεν αυξάνει ομοιόμορφα το κόστος ζωής όλων των καταναλωτών γιατί οι τιμές των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών δεν αυξάνονται με το ίδιο ποσοστό. Η αύξηση του κόστους ζωής λόγω πληθωρισμού είναι μεγαλύτερη για ομάδες καταναλωτών που δαπανούν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους σε αγαθά των οποίων οι τιμές αυξάνονται σχετικά περισσότερο. Αντίθετα, ομάδες καταναλωτών που δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους σε αγαθά των οποίων οι τιμές αυξάνονται σχετικά λιγότερο αντιμετωπίζουν μικρότερη διάβρωση του βιοτικού επιπέδου τους από τον πληθωρισμό. [16]


Επίλογος[επεξεργασία]

Το φαινόμενο του πληθωρισμού συνδέεται αναπόφευκτα, με το ρόλο του χρήματος μέσα στο οικονομικό σύστημα. Ο πληθωρισμός προκαλεί μία συνεχή και σταθερή πτώση της αξίας του χρήματος και από αυτή την πλευρά μπορεί να χαρακτηριστεί σαν ένα θεμελιώδες νομισματικό φαινόμενο. Αυτό, δεν σημαίνει αναγκαστικά πως τα αίτια των πληθωριστικών τάσεων είναι καθαρά νομισματικά, αλλά η διαπίστωση ότι έχουμε μία διαρκή ζήτηση χρήματος, που επαυξάνει την διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων και η διαπίστωση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με την πλεονάζουσα ζήτηση, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παρατεταμένη αύξηση της προσφοράς χρήματος σε ρυθμό που να υπερβαίνει το ρυθμό αύξησης του πραγματικού εισοδήματος είναι αναγκαία και επαρκής για την ύπαρξη παρατεταμένου πληθωρισμού. [2]

Εάν ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής προσφοράς χρήματος, τότε η παραδοχή αυτή μας οδηγεί και στη σωστή επιλογή των μέτρων για την αντιμετώπιση του, που είναι ο έλεγχος της προσφοράς χρήματος και ο έλεγχος του επιπέδου των τιμών και των χρηματικών εισοδημάτων. Μία μικρή ανοιχτή οικονομία είναι δύσκολο να κάνει ανεξάρτητες τις αποφάσεις της σχετικά με την προσφορά του χρήματος ή το επίπεδο των τιμών, αφού στις εξωτερικές συναλλαγές της υπάρχει η σχέση της σταθερής ισοτιμίας συναλλάγματος.

Τέλος, η κατάσταση αυτή μας κάνει λιγότερο αισιόδοξους στην ανεύρεση των αιτίων του πληθωρισμού και στη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση του. Ο πληθωρισμός έγινε μόνιμη ασθένεια της οικονομίας της εποχής μας. «Πληθωρισμός» και «ανεργία» έγιναν σήμερα μέρος της καθημερινότητά μας. Καταπολέμηση του πληθωρισμού με αύξηση του επιπέδου ανεργίας ή καταπολέμηση της ανεργίας με αύξηση του πληθωρισμού δεν μπορεί σήμερα να εφαρμοστεί σαν μέτρο σωστής και πετυχημένης πολιτικής. Το ύψος των μισθών και ημερομισθίων δεν προσδιορίζεται άμεσα από το ύψος της ανεργίας, όπως και οι τιμές δεν διαμορφώνονται ξεκάθαρα από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, όπως τον ξέρανε ως τώρα. Δηλαδή όταν η ζήτηση αυξάνεται, δεν ακολουθείται αναγκαστικά, από την αύξηση των τιμών. Η σημερινή αγορά κατά συνέπεια ακολουθεί καινούργιους νόμους και νέοι παράγοντες που καθορίζουν τις τιμές και τα εισοδήματα, επιδρούν στο «μαγείρεμα» της εξέλιξης της οικονομίας.

Οι διαπιστώσεις αυτές μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως βρισκόμαστε μπροστά σε μία νέα πραγματικότητα που απαιτεί νέα ρύθμιση στη σχέση των παραγωγικών συντελεστών και μία πιο ρεαλιστική κοινωνική και οικονομική πολιτική, που θα έχει σαν σκοπό την ισόρροπη ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα, την πιο δίκαιη κατανομή του παραγωγικού πλούτου και την καλύτερη διανομή του εισοδήματος. Οι σχέσεις των επιχειρήσεων και των εργαζομένων είτε στον χώρο των προϊόντων είτε στον χώρο της εργασίας πρέπει να δώσουν τη θέση τους στις σχέσεις «κατανόηση» για μια αποδοτικότερη συνεργασία στην αντιμετώπιση της παράδοξης συνύπαρξης του πληθωρισμού και ζήτησης.

Παραπομπές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Ξαφά, Μιράντα (2011), «Το μέλλον της διαχείρισης των αποταμιεύσεων», Άρθρο Β.1, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλ¬λον; Επιμέλεια Νικόλαος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.
  2. 2,0 2,1 2,2 Mayer, 2011, «Διδάγματα από την κρίση χρέους στην Ελλάδα», Άρθρο Δ.1, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Επιμέλεια Νικόλαος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.
  3. 3,0 3,1 Ράπανος, Βασίλειος και Γεωργία Καπλάνογλου (2011), «Οικονομική κρίση και δημο¬σιονομική πολιτική: Η περίπτωση της Ελλάδας», Άρθρο Β.3, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Επιμέλεια Νικόλα¬ος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.
  4. Πανηγυράκης Γ.,(2001), «Σύγχρονη διοικητική δημοσίων σχέσεων», Εκδόσεις Μπένου, Αθήνα.
  5. Σιώμκος Γ., (2002), «Συμπεριφορά καταναλωτή και στρατηγική μάρκετινγκ», 2η έκδοση, Αθ. Σταμούλης, Αθήνα.
  6. Εφημερίς της Κυβερνήσεως, (2010), NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3845, Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη−μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Τεύχος Πρώτο, Αρ. Φύλλου 65, 6 Μαΐου.
  7. Σφακιανάκης, Μ.Κ. (1998), «Διοικητική κρίσεων», Εκδόσεις Έλληνες, Αθήνα.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Calomiris, Charles W. (2011), «Αίτια της κρίσης στην αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου», Άρθρο Α.1, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Επιμέλεια Νικόλαος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.
  9. Rajan, Raghuram (2010), «Fault Lines: How Hidden Fractures still Threaten the World Economy», Princeton University Press, Princeton, NJ 08540
  10. Cai, Jian, Kent Cherny and Todd Milbourn (2010), «Compensation and Risk Incentives in Banking and Finance», Federal Reserve Bank of Cleveland, Economic Commentary, Number 2010 -13, September 14.
  11. Fons, Jerome (2008), «Testimony of Jerome S. Fons before the Committee on Oversight and Government Reform», United States House of Representatives, October 22
  12. Adrian T. and Hyun S. S. (2009), «Money, Liquidity, and Monetary Policy», Federal Reserve Bank of New York, Staff Reports, Staff Report no. 360, January
  13. Arghyrou, M. G., Gregoriou, A. and Kondonikas, A., (2009), «Do real interest rates convergence? Evidence from the European Union», Journal of International Financial markets, Institutions and Money, 19(3) ,pp. 447-460
  14. D. Papageorgiou, T. Efthimiadis and I. Konstantakopoulou, 2012, «Effective Tax Rates in Greece», Centre of planning and economic research discussion papers, pp. 3-26
  15. Liddle A.R. and Lyth D.H., (2000), «Cosmological In°ation and the Large-Scale Structure» (Cam- bridge University Press, Cambridge)
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Giannarakis, G., Theotokas, I. (2011), «The effect of financial crisis in corporate social responsibility performance», International Journal of Marketing Studies, 3(1), pp. 2-10
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 Υπουργείο Οικονομικών (2012). Πρόγραμμα σταθερότητας 2011-2015. Παρουσίαση Υπουργού Οικονομικών, Απρίλιος 2012
  18. Arevalo, J., Aravind D., (2010), «The impact of the crisis on corporate responsibility: the case of UN global compact participants in the USA», Corporate Governance, 10(4), pp. 406-420


Βιβλιογραφία[επεξεργασία]

Εφημερίς της Κυβερνήσεως, (2010), NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3845, Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη−μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Τεύχος Πρώτο, Αρ. Φύλλου 65, 6 Μαΐου Καραποστόλης Β., (1983), «Η καταναλωτική συμπεριφορά στην Ελληνική κοινωνία , 1960-1975» ΕΚΚΕ, Αθήνα

Ξαφά, Μιράντα (2011), «Το μέλλον της διαχείρισης των αποταμιεύσεων», Άρθρο Β.1, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλ¬λον; Επιμέλεια Νικόλαος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λι¬βάνη, Αθήνα.

Ράπανος, Βασίλειος και Γεωργία Καπλάνογλου (2011), «Οικονομική κρίση και δημο¬σιονομική πολιτική: Η περίπτωση της Ελλάδας», Άρθρο Β.3, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Επιμέλεια Νικόλα¬ος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.

Πανηγυράκης Γ.,(2001), «Σύγχρονη διοικητική δημοσίων σχέσεων», Εκδόσεις Μπένου, Αθήνα Σιώμκος Γ., (2002), «Συμπεριφορά καταναλωτή και στρατηγική μάρκετινγκ», 2η έκδοση, Αθ. Σταμούλης, Αθήνα Σφακιανάκης, Μ.Κ. (1998), «Διοικητική κρίσεων», Εκδόσεις Έλληνες, Αθήνα

Υπουργείο Οικονομικών (2012). Πρόγραμμα σταθερότητας 2011-2015. Παρουσίαση Υπουργού Οικονομικών, Απρίλιος 2012.

Adrian T. and Hyun S. S. (2009), «Money, Liquidity, and Monetary Policy», Federal Reserve Bank of New York, Staff Reports, Staff Report no. 360, January.

Arevalo, J., Aravind D., (2010), «The impact of the crisis on corporate responsibility: the case of UN global compact participants in the USA», Corporate Governance, 10(4), pp. 406-420.

Arghyrou, M. G., Gregoriou, A. and Kondonikas, A., (2009), «Do real interest rates convergence? Evidence from the European Union», Journal of International Financial markets, Institutions and Money, 19(3) ,pp. 447-460

Calomiris, Charles W. (2011), «Αίτια της κρίσης στην αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου», Άρθρο Α.1, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Επιμέλεια Νικόλαος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.

Cai, Jian, Kent Cherny and Todd Milbourn (2010), «Compensation and Risk Incentives in Banking and Finance», Federal Reserve Bank of Cleveland, Economic Commentary, Number 2010 -13, September 14.

D. Papageorgiou, T. Efthimiadis and I. Konstantakopoulou, 2012, «Effective Tax Rates in Greece», Centre of planning and economic research discussion papers, pp. 3-26

Fons, Jerome (2008), «Testimony of Jerome S. Fons before the Committee on Oversight and Government Reform», United States House of Representatives, October 22.

Fritz W. Scharpf , (2011), «Monetary Union, Fiscal Crisis and the Preemption of Democracy», Max Planck Institute for the Study of Societies, LEQS, Paper No. 36, pp. 3-18

Jürgen Faik, (2012), «Income Inequality and Poverty in Front of and During the Economic Crisis» – An Empirical Investigation for Germany 2002-2010, SOEPpapers on Multidisciplinary Panel Data Research, pp. 2-23

Ioakimoglou E. and Milios J., (2005), «Capital Accumulation and Over-Accumulation Crisis: The Case of Greece «(1960-1989), 25(2), pp. 494-516

Giannarakis, G., Theotokas, I. (2011), «The effect of financial crisis in corporate social responsibility performance», International Journal of Marketing Studies, 3(1), pp. 2-10.

Liddle A.R. and Lyth D.H., (2000), «Cosmological In°ation and the Large-Scale Structure» (Cam- bridge University Press, Cambridge).

Mark J. Gasiorowski, (1995), «Economic Crisis and Political Regime Change: An Event History Analysis», The American Political Science Review 89 (4), pp. 882-897

Mayer, 2011, «Διδάγματα από την κρίση χρέους στην Ελλάδα», Άρθρο Δ.1, Από τη διεθνή κρίση στην κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας: Τι μας επιφυλάσσει το μέλ¬λον; Επιμέλεια Νικόλαος Β. Καραμούζης και Γκίκας Α. Χαρδούβελης, Εκδόσεις Λι¬βάνη, Αθήνα.

Nicholas P. Glytsos, (1997), «Temporary and Permanent Migrants: The Case of Greeks in Germany and Australia», Fondazione Giacomo Brodolini and Blackwell, 11(3), p.p 409–435

Rajan, Raghuram (2010), «Fault Lines: How Hidden Fractures still Threaten the World Economy», Princeton University Press, Princeton, NJ 08540.

Ross Fakiolas, (2011), «The Economic Recession in Greece», pp. 57-66

Roula Nezi, (2012), «Economic voting under the economiccrisis: Evidence from Greece», Electoral Studies, 31 (1), p.p 1-244

Skouloudis, A., Evangelinos, K., Kourmousis, F. (2010), «Assessing non-financial reports according to the Global Reporting Initiative guidelines: evidence from Greece», Journal of Cleaner Production, 18 (5), pp. 298-311.