Θεσσαλονίκη και λογοτεχνία/Χριστιανόπουλος
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου 1931- ) είναι σύγχρονος βραβευμένος Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός.[1] Το πραγματικό όνομα του λογοτέχνη είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης.[1] Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Στο έργο του εντοπίζονται πολλές παραπομπές στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη.
Χαρακτηριστικά Αποσπάσματα
[επεξεργασία]Πίσω απ' την Αγιά Σοφιά
[επεξεργασία]Αυτή τη φορά η μητέρα μου κατάφερε να βρει ένα σπίτι πιο φθηνό, κοντά στην Αγία-Σοφία. Και, παραδόξως, για πρώτη φορά στη ζωή μας, να μείνουμε όχι πια σε υπόγειο αλλά αψηλά στο τρίτο πάτωμα. Θα ζούσαμε λοιπόν και εμείς στ΄ αψηλά τα παραθύρια, που λέει κ ο λαός. Και θα ζούσαμε επιτέλους σαν άνθρωποι. Με πολλή χαρά ετοιμάσαμε την μετακόμιση, άλλωστε είχαμε ελάχιστα έπιπλα. Μια επιπλέον μεγάλη αλλαγή στη ζωή μας ήταν ότι για πρώτη φορά θα ζούσαμε πιο κάτω από την Εγνατία , ενώ ως τότε όλα τα σπίτια που κάτσαμε ήταν μεταξύ Αγίου Δημητρίου και Εγνατίας. Η μητέρα μου είχε μια μανία να κάθεται πάντα στο κέντρο της πόλης γιατί πίστευε ότι η ζωή στο κέντρο είναι πολύ ωραία και πρέπει να επιδιώκουμε με κάθε τρόπο να μην απομακρυνόμαστε απ' αυτό. Δηλαδή, η μητέρα μου, παρά τη μικρή μόρφωσή της (είχε βγάλει την τρίτη δημοτικού της εποχής της) ήταν μια συνειδητοποιημένη ουρμπανίστρια. Πίστευε ότι οι πόλεις αξίζουν μόνο όταν μένεις στο κέντρο τους και όχι στις απόμακρες γειτονιές, σε αντίθεση με πάρα πολύν άλλο κόσμο, που ενδιαφέρονται να κάθονται σε ωραία προάστια και όχι μέσα στο κέντρο και το θόρυβο των πυκνοκατοικημένων τετραγώνων.[2]
Η γειτονιά
[επεξεργασία]Η καινούρια μας γειτονιά ήταν σχεδόν μια προέκταση της οδού Σωκράτους, από τον Αη-Θανάση προς την Αγια-Σοφιά. Τότε ο δρόμος εκείνος είχε μια πομπώδη ονομασία. Λεγόταν οδός Βασιλέως Καρόλου της Ρουμανίας. Σήμερα λέγεται οδός Γεωργίου Χαραλάμπους του Κυπρίου. Ο Γεώργιος Χαραλάμπους ήταν ένα από τα θύματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων, τον έπιασαν οι Άγγλοι και τον απαγχόνισαν και αμέσως μετά ο δήμος Θεσσαλονίκης βάφτισε αυτό το δρόμο με το όνομά του. Αυτός ο δρόμος υπάρχει βέβαια και σήμερα, γεμάτος πλέον από πολυκατοικίες. ξεκινάει από την ανατολική άκρη του κινηματογράφου «Εγνατία», στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Αγίας Σοφίας (στην οδό Αντωνίου Κεραμοπούλου) κι από κει ακριβώς αρχίζει η πλάγια οδός Πατριάρχου Ιωακείμ.[2]
Οδός Δημητρίου Πολιορκητού
[επεξεργασία]Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικού μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της άνω πόλης, και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι και άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.[3]
Γεντί Κουλέ
[επεξεργασία]Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιός είσαι και τί τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά από βλοσυρό φύλακα τα δύο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο – όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο.[4]
'Αλλα έργα
[επεξεργασία]Βαρδάρι
[επεξεργασία]Απόψε πάλι τριγυρνώ
μονάχος στο Βαρδάρι.
Χτύπησα πόρτες, μα κανείς
δε μου ’κανε τη χάρη.
Απ’ έξω απ’ τα σινεμά
η δίψα μου με στήνει.
Στη ρημαγμένη μου καρδιά
η αρχοντιά μου σβήνει.
Τους φίλους μου τους ντρέπομαι,
τους ξένους τους φοβάμαι
και μέσα στην κατάντια μου
τη μάνα μου λυπάμαι.[5]
Απόγευμα
[επεξεργασία]Ήταν ωραίο εκείνο το απόγευμα με την ατέλειωτη συ-
ζήτηση στο πεζοδρόμιο.
Τα πουλιά κελαηδούσαν, οι άνθρωποι πέρναγαν, τ’ αυτό-
κίνητα τρέχανε.
Στο απέναντι παράθυρο το ράδιο έπαιζε ρεμπέτικα
και το κορίτσι του διπλανού μας τραγούδαγε το ντέρτι
του.
Φυλλορροούσε η ακακία κι ευώδιαζε το γιασεμί
και μες στην Τάπια τα παιδιά παίζαν κρυφτούλι
και τα κορίτσια γύρναγαν σκοινί –
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν από θάνατο,
παίζαν στην Τάπια και δεν ξέραν από τύψη,
κι εγώ τους αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το
απόγευμα,
δεν ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα, σαν ένας μελλοθάνατος.[6]
Παραπομπές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 "Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2011". Το Βήμα. 23 Ιανουαρίου 2012. http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=439719. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2012.
- ↑ 2,0 2,1 Χριστιανόπουλος, Ντίνος (2008). Θεσσαλονίκη, ού μ’εθέσπισεν... Αυτοβιογραφικά κείμενα. Θεσσαλονίκη: Ιανός, 31-32.
- ↑ Χριστιανόπουλος, Ντίνος (2008). Θεσσαλονίκη, ού μ’εθέσπισεν... Αυτοβιογραφικά κείμενα. Θεσσαλονίκη: Ιανός, 166.
- ↑ Χριστιανόπουλος, Ντίνος (2008). Θεσσαλονίκη, ού μ’εθέσπισεν... Αυτοβιογραφικά κείμενα. Θεσσαλονίκη: Ιανός, 192.
- ↑ Τραγούδι : Βαρδάρι Στιχουργός : wikipedia:el:Ντίνος Χριστιανόπουλος Συνθέτης: wikipedia:el:Σταύρος Κουγιουμτζής Πρώτη εκτέλεση: wikipedia:el:Μανώλης Μητσιάς (1997) Δίσκος: Με τέχνη και με πάθος
- ↑ Χριστιανόπουλος, Ντίνος (2004). Ποιήματα. Θεσσαλονίκη: Ιανός, 105.